πρωτόσχολος

πρωτόσχολος
πρωτόσχολος, ο και πρωτόσκολος, ο
κατά την παλιά αλληλοδιδαχτική μέθοδο, ο πρώτος στην επίδοση μαθητής της τάξης, βοηθός στη διδασκαλία και επόπτης για την πειθαρχία της τάξης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρωτόσχολος — και πρωτόσκολος, ο, Ν (κατά την παλαιά αλληλοδιδακτική μέθοδο) ο καλύτερος μαθητής κάθε τάξης ο οποίος βοηθούσε στη διδασκαλία τών άλλων μαθητών και επόπτευε για την ευταξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σχολος (< σχολή). Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • ευταξίας — ο (ΑΜ εὐταξίας) [ευταξία] εκκλησιαστικό αξίωμα, αυτός που μεριμνά για την ευταξία στους ναούς και στις ιερές ακολουθίες νεοελλ. (σε παλιότερες εποχές) μαθητής υπεύθυνος για την τήρηση τής τάξεως στο σχολείο, πρωτόσχολος, επιμελητής …   Dictionary of Greek

  • πρωτόσκολος — η, ο βλ. πρωτόσχολος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”